ΧΙΛΙΣ ΦΟΥΡΕΣ ΜΠΡΑΒΟΥΣ Α ΡΑ ΑΛΕΞ’... ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
Τὶ Λουζάν’ (ὄχ’ ἡ θκή μας ἡ Λουζιανή) τὶ Κουζάν’.
Φαντάσ’ μνιὰ μέρα νἄρθν οἱ Ἰλβιτοὶ κι νὰ μᾶς πάρν’ τ’ Λουζιανὴ γιὰ θκή τς, ἰπειδὴς τιργιάζ’ τὄνουμα.
ΜΙ ἄρσι κι τοὺ ξαναγράφου. Μπράβους α ρὰ Ἀλέξ. Ὅσα δὲν κατάφιραν ὅλ’ οἱ σαλοὶ στοὺ παριλθόν, τοὺ κατάφιρις, ἰσὺ τοὺ καμάρι μας. Ζεῖς, α ρὰ Ἀλέξ’, ἰσὺ μᾶς οὑδηγεῖς κι καγκαένας ἄλλους.
Τὶ τἄθιλναν αὐτάϊας οἱ θκοί μας οἱ Παυλουμιλάδις (ἔτσια τοὺν ἔγραφι ἡ Νέους Κόσμους τ’ ΚΚΕ κα’ τοὺ 1950) κι νὰ ξιπατώνουντι νὰ πιράσν ἀπ’ τοὺ Βιλιμίστ’ κι νὰ ρθοῦν ἰδῶ σιαπὰν στ’ Μακιδουνία (δηλαδὴς στ’ Νότχια κι ὄχ’ στ’ Βόργεια. Ἰσὺ ρὰ Ἀλέξ τὰ συλλάρουσις ὅλα). Τὶ δὲν κάθουνταν σν Ἀνθήνα κι νὰ φέρν γυρουβουλιὲς, κι νὰ ἀντραλίζουντι κάθι βράδ’ μὶ τς πιταχτὲς ἀχείλ’ μ’ ἀχείλ’, μύτ’ μὶ μύτ’ κι βζὶ μὶ βζί; Τὶ ἤθιλναν κι πουλιουμοῦσαν μὶ τοὺν παλιόΒλαχου τοὺ Μήτρου κι τοὺν Κάλτσιφ κι τοὺν Γκόλτσιφ κι τόσ’ ἄλλ’ γουρουνουμύτδις κι ἀρκουδγιάρδις; Ἀπ’ ‘ν ἄλλ’ τ’ μιριὰ ἦταν κι τὰ σαλουμιμέτχια τὰ ἀλάδουτα. Τς ἄρζι νὰ σκυλουτρώουντι οἱ ἄλλ’ κι αὐτοὶ νὰ φκιάν χάζ’. Ὅλ’ αὐτοὶ ἦταν ντὶπ σαλοὶ κι σκουτώνουνταν τζιάμπα κι βιρισέ.
Ὕστιρας ξικίντσαν δεύτιρ’ δόσ’ κα’ τοὺ 1947-49. Ἰτότις βγῆκι οὑ ΓΙΛΑΣ κι οὑ ΙΑΜΣ. Οἱ ἴδγιοις λίρις κι ἀποὺ δῶ κι ἀποὺ κεῖ. Τὰ ἴδγια μαλιχέργια κι μαουζέργια κι ἀποὺ δῶ κι ἀποὺ κεῖ. Ἡ Πουστόλτς ἀποὺ τὰ γαλάζια, κι ἡ Δημητράκς ἀπ’ τὰ κόκκιανα. Πῆραν ἀπ’ τ’ στρούγγα τοὺν Θουμᾶ, τοὺν Βασίλ’, τοὺν Χαράλαμπου, κι σκουτῶθκαν ἀπάν στοὺ Βουλγαρέλ’, γιὰ νὰ προυκόψ’ οὑ ΓΙΛΑΣ. Σκότουσαν κι τοὺν Κότσιου τοὺ Νατσιὸ στοὺ μουνουπάτ’ στὰ γίδγια, πάλι γιὰ τοὺν ΓΙΛΑΣ!!!! Ὅμους ὅλα τὰ σκατουφουνικὰ ἦταν ἀπ’ τν ἴδγια τ’ μάννα. Ἡ ἔρμους ἡ Ζαχαργιάδις μπινόβγηνι στὰ Σκόπχια γιὰ ὅ,τ’ εἶχι ἀνάγκ’ ἡ ἀγκῶνας (ἔτσιας τοὺν ἴλιγι ἕνας πάππους στοὺ χουργιό) ψουμουφάει, φάρμακα, τραυματίις κι τόσα ἀπ’ χράζουνταν ἡ ἀγκῶνας. Ἔφτσαν αἷμα κι φαρμάκ’ οἱ ξάλμυρ’ κι δὲν κατάφιραν νὰ δώσν τ’ Μακιδουνία στς Μακιδόνις. Δὲν κατάφιραν νὰ τν ἰλιφθιρώσν ἀπ’ τς ΕΛΛΗΝΙΣ. Ἀπόμκι σκλαβουμέν ἡ καημέν ἡ Μακιδουνία στς ΕΛΛΗΝΙΣ…
ΕΙΔΙΣ ὅμους, τὶ λέν’ ;;;; Ρόδα εἶνι κι γκλάει!!! Ἰκεῖ ἀπάν’ ἀπ’ εἶνι ὅλ’ οἱ πατιρούλδις μὶ τοὺν Βιιλζιβοὺλ (Λένις, Στάλις, Τίτους, ΜήτρουΒλάχους, Κάλτσιφς) ἔκαμαν καφτιρὴ προυσιφχὴ στοὺν Ὄξ’ ἀποὺ δῶ κι αφτὸς τς ἄκσι ἀγλήγουρα. Ἔτσιας βγῆκι προυτουμάστουρας ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς. Τώρα θὰ δῆτι α ρὰ κιαρατάδις, εἶπι χαμουγιλοῦντας κάτ’ ἀπ’ τοὺ μουστάκ’ π’ δὲν ἔχ’. Θὰ τὰ συλλαρώσου ὅλα. Ὅσα δὲν κατάφιραν νὰ φκιάσν τὰ θκά μας τὰ σαλουντάμαρα μὶ τὰ μαχέργια, θὰ τὰ φκιάσου ἰγὼ μόνου μὶ τὰ χέργια.
Τὶ θέλτι, ρά, δημουψήφσμα, γιὰ νὰ πῶ στς Ἰβρουπαῖοι σκάστι ρά;;; Εἴδιτι;;;; Τοὺ ΟΧΧΧΧ’ (τ’ δικτάτουρα τ’ Μιταξᾶ) τὄκανα ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ. Τὶ ἄλλου θέλτι ρά;;;; Παντρειὰ ἄντρας μὶ ἄντρας κι γναῖκας μὶ γναῖκας; Στ’ ἀγλήγουραααα. Ἔφτασιιιιιι, ἀπ’ λιέει κι ἡ ΘΒέγγους. Ζιστούτσκουουου. Τοὺ ψήφσαν α ρα οἱ ζαβλακουμέν’. Τὶ ἄλλου χαλέβτι ρά; Νὰ παίρν’ κι κάνα πιδάκ’ αὐτάϊας τὰ ζβγάργια, ἀμπουτὶ δὲν ἀμπουροῦν νὰ γιννήσν οἱ φουκαράδις; Ἀμέσουςςςς. Ἔφτασιιιι. Τοὺ ψήφσαμι κι αὐτόϊας. (Κι πῶς δὲν υἱουθιτοῦν τίπτα κτάβγια, τόσα π’ γιννοῦν οἱ φουκαργιάρις οἱ σκύλλις δικαϊφτὰ φουρὲς τοὺ χρόνου;;;; Τόσ’ διαφήμησ’ φκιάν οἱ σκυλουφιλόζουη).
Α ρα Ἀλέξ’ θέλουμι κι ἄλλου ἕνα. Ἂν μᾶς τοὺ φκιάης κι αὐτό, θὰ σὶ στήσουμι ἴσια μὶ τἄγαλμα τ’ μπαρμπα Μαβουχουδουνόσουρα. Θέλουμι ρά, νὰ ἀπιλιφτιρουθῆ κι ἡ Μακιδουνία ἀπ’ εἶνι τόσα χρόνια σκλαβουμέν’ στς παλιουΕλληνις. Νὰ ἁρμυρίσουμι κι μεῖς ψίχα θάλλασα. Ὅλις τς θάλλασις τς ἔχν αὐτοὶ οἱ παλιουΕλληνις, π’ νὰ μὴ φαίνουνταν κι ἦρθαν προυτοῦ ἀποὺ μᾶς καμνιὰ τριακόσις χιλιάδις χρόνια. Ὅμους τὶ τοὺ θέλτς; Ἡ Μακιδουνία ἀνήκ’ σὶ μᾶς τς Μακιντόντσι. Ἰμεῖς ἔχουμι κι γλῶσσα Μακιντόντσικη, ἰνῶ ἰσεῖς ἔχτι αὐτάϊας τὰ χαζουἱλλινικά. Ἀκόμα κι τοὺ καμάρι μας ἡ Ἀλέξαντρους ἴλιγι προυΐ προυΐ στοὺν πατέρα τ’ τοὺν Φίλιππου ΝΤΟΜΠΡΟ ΟΥΤΡΟ κι ΣΙΟ ΠΡΑΙΣ, ΑΡΝΟ ΑΡΝΟ; Ἀλλὰ κι ἡ Ἀριστουτέλτς ἡ σουφὸς τοὺν δίδαχνι τν Ἰλιάδα στ’ θκή μας τ’ γλῶσσα. Ὕστιρα τὰ ἄλλαξαν αὐτοὶ οἱ παλιουέλληνις. Αὐτὴν τ’ γλῶσσα μας ξέρτι μᾶς τν ἰβλόγησι κι ἕνας μὶ τριώρουφα κέρατα ἡ ΠΑΠΑΣ. Γιατιαὐτὸ κὶ τὰ ἀπέτχαμι ὅλα. Ποῦ ξέρς; Μπουρεῖ κι ἡ θκόζμας ἡ Μίνιτς νὰ παίρ’ ἰβλουγία ἀπ’ τοὺν ΠΑΠΑ κι ἀφτός. Γιατιαφτὸ καλουπιρνάει μὶ τοὺ σύρι κι ἔλα στ’ ΓΙΟΥ ΖΑ.
Κι ἕναν τιλιφταίου λόγου ρὰ χαζουΕλληνις. Θε νἄρθ’ μέρα π’ θὰ φτάσν τὰ σύνουρά μας κάτ’ στοὺν Ἔλυμπου μαζὶ μὶ τοὺ μακαρίτ’ τοὺ Δία.
«Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεᾶ μας» ἀπὸ τὰ προγράμματα τῶν Ἐμπόρων τῶν Ἐθνῶν. ΑΜΗΝ.
Μὲ Φῶς καὶ Ἐλπίδα ἐν Κυρίῳ
παραμονὴ ἁγίου Αὐγουστίνου 2018
ἀρ.νι.μ.α