Aρχική

ΑΥΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ!... ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Εκτύπωση

Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ερμηνεύων ωραιότατα την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία αντιμετωπίζει αυτούς που κηρύττουν

εντός αυτής αιρετικά δόγματα: «Την αίρεση την αναφύουσαν, εάν εξαπλωθή, κρίνει και κατακρίνει η Οικουμενική σύνοδος». Μετά δε την σύνοδο οι αμετανόητοι αιρετικοί απεκόπτοντο παντελώς της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Σε μερικές περιπτώσεις η εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω διεκόπτετο και προ συνοδικής κρίσεως. Ο ιε΄ κανών της ΑΒ συνόδου, επιτρέπει την πράξη αυτή, εφόσον γίνεται με σκοπό να ελευθερωθή η Εκκλησία από το σχίσμα και την αίρεση των επισκόπων αυτών.Επειδή όμως το εκκλησιαστικό σχίσμα δεν είναι κάτι το απλό, η τελική κρίση και η αποκοπή των αιρετικών από την Εκκλησία, ως προανεφέραμε, ανετέθη στις Οικουμενικές Συνόδους . Αυτό έγινε, διότι οι αιρέσεις δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθούν αμέσως από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επίσης δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται αιρετικοί, προ της τελικής αποφάσεως της Οικουμενικής συνόδου, όσοι εκοινωνούσαν από άγνοια, για Οικονομία ή για κάποια άλλη αιτία με τους επισκόπους που εκήρυττον αιρετικές δοξασίες. Γι' αυτό κανείς ιερός κανών ή άγιος πατήρ δεν επέβαλε ποτέ στο Ορθόδοξο πλήρωμα την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Επίσης κανείς κληρικός δεν ετιμωρήθη ποτέ γι' αυτό, σε αντίθεση βεβαίως με αυτούς που συνέχιζαν την επικοινωνία μετά την συνοδική καταδίκη. Αρκετά παραδείγματα από την εκκλησιαστική Ιστορία αποδεικνύουν, ότι από την εμφάνιση της αιρετικής διδασκαλίας μέχρι την τελική καταδίκη της μεσολαβούσε ένα διάστημα, μικρό η μεγάλο. Στην περίοδο αυτή η Εκκλησία προσπαθούσε δια των εκπροσώπων της να φέρη σε μετάνοια τους "καινούς" διδασκάλους, εφαρμόζουσα την ανεγνωρισμένη από όλους τους αγίους Πατέρες γραμμή της Οικονομίας. Έτσι, π.χ., ενώ ο Μονοθελητισμός άρχισε να κηρύττεται το 615, οι κύριοι πολέμιοί του, άγιοι Σωφρόνιος και Μάξιμος, δεν φαίνεται να έχουν διακόψει την επικοινωνία με τους αιρετικούς προ των συνόδων της Δύσεως (640 - 649), που τους ανεθεμάτισαν. Η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν (περισσότερο ή λιγότερο) τους ιερούς κανόνες, χωρίς να θίγουν τα δόγματα, είναι τελείως διαφορετική. Οι κανόνες ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ τής ΑΒ συνόδου (επί αγίου Φωτίου) απαγορεύουν αυστηρώς την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους, που υπέπεσαν σε οποιοδήποτε «έγκλημα», προ συνοδικής κρίσεως. Οι άγιοι Απόστολοι επέτρεπαν την διακοπή της κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης». Η λέξη «δικαιοσύνη» μπορούσε ευκόλως να παρερμηνευθή, με αποτέλεσμα να συμβούν διάφορα σχίσματα που κατεδικάσθησαν από την Εκκλησία. Τα αλλεπάλληλα σχίσματα, κυρίως των Στουδιτών, που συνεχίζοντο και επί των ημερών του αγίου Φωτίου, έδωσαν αφορμή στον Άγιο και την σύνοδό του να νομοθετήσουν τους κανόνες αυτούς. Επίσης δεκαπέντε περίπου έτη προ της συνόδου του αγίου Φωτίου «ο άγιος Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα κατά των του Στουδίου μοναχών των από της Εκκλησίας εαυτούς αποσχισάντων, διότι αντείχοντο των κατά Ταρασίου και Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου». Η τακτική του αγίου Μεθοδίου να αποδέχεται οικονομικώς τις χειροτονίες των Εικονομάχων προεκάλεσε σχίσματα. Ο όσιος Ιωαννίκιος κατέκρινε πολυτρόπως τα σχίσματα αυτά και υπεστήριζε ότι η Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη, εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι πίστεως. Αλλά και τα παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου για τις Οικονομίες των αγίων πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου, «ου μικρόν πτώμα τοις Πατράσιν έδοξε• αλλ' όμως πάλιν διωρθώσατο». Ακόμη και ο βιογράφος του, Μιχαήλ ο Στουδίτης, δεν τολμά να υποστηρίξη την πράξη του οσίου Θεοδώρου. Τα σχίσματα αυτά κατέκριναν μεταξύ άλλων οι ιεροί Μεθόδιος και Δοσίθεος. Επίσης δεν τα ακολούθησαν άλλοι μοναχοί εκείνης της εποχής, οι οποίοι ανεδείχθησαν μεγάλοι άγιοι. Τέτοιος ήταν ο μέγας ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στην «Χρονογραφία» του αναφέρει την απόσχιση του αγίου Θεοδώρου από την «αγία Εκκλησία» και τον «αγιώτατο πατριάρχη» Νικηφόρο. Η αιτία της κατακρίσεώς τους ήταν ότι δεν υπήρχε ζήτημα πίστεως, αλλά απόκλιση από τους ιερούς κανόνες. Βεβαίως ο άγιος Θεόδωρος είναι μέγας ομολογητής και αποτελεί πρότυπο ένεκα των ηρωικών αγώνων του έναντι της εικονομαχικής αιρέσεως. Μόνο τα προσωρινά σχίσματά του για τις ανωτέρω Οικονομίες δεν μπορεί να αποτελέσουν κανόνα για την Εκκλησία. Δυστυχώς οι Ζηλωτές διαφημίζουν τα σχίσματα αυτά κατά κόρον και τα παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικό νόμο και κανόνα απαράβατο, επειδή ακριβώς και αυτοί δεν έχουν λόγους πίστεως για τα σχίσματά τους. Αποκαλούν μάλιστα "Μοιχειανούς" τους αντιπάλους του Οσίου Θεοδώρου -όπως δηλαδή και αυτός για λίγο διάστημα τους ωνόμαζε- και τις περισσότερες φορές αποκρύπτουν τα ονόματά τους, ή δεν τους αποκαλούν αγίους! Πρόκειται για τους αγίους και ομολογητές Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Ευθύμιο Σάρδεων, Αιμιλιανό Κυζίκου, Θεοφύλακτο Νικομηδείας και άλλους μεγάλους Πατέρες. Επίσης ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης εκαλούσε σε μετάνοια όσους μοναχούς εχωρίζοντο από την Εκκλησία άνευ λόγων πίστεως. Τους συνιστούσε δε ότι «ουκ ακινδύνως εαυτούς χωρίζομεν της αγίας ημών μητρός». Γενικότερα δε, όλα τα σχίσματα που έγιναν προφάσει ακριβολογίας, δεν εξέφρασαν ποτέ αυθεντικώς την Εκκλησία. Ούτε εθεωρήθησαν βεβαίως εκτός Εκκλησίας όσοι δεν συμμετείχαν σ' αυτά. Πολλές παρανομίες ή παρεκκλίσεις (άμεσες και έμμεσες) από το Ορθόδοξο φρόνημα -παρόμοιες με τις σημερινές- συνέβαιναν εκείνες τις εποχές και ιδίως στις περιοχές που επλεόναζαν οι Λατίνοι: Πλήθος μαρτυριών στον ιστ΄ και ιζ΄ αιώνα δεικνύουν ως συνηθισμένη τακτική, το να κοινωνούν οι Ορθόδοξοι στους Λατίνους και το αντίστροφο. Αναφέρουμε επίσης: Μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, μεμονωμένα συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών, χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους. Ακόμη και Μητροπολίτες η μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους (λόγω των δυσχερών περιστάσεων που επικρατούσαν στις Τουρκοκρατούμενες και Λατινοκρατούμενες περιοχές), πράγμα που κατέκρινε με σφοδρότητα ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος -χωρίς όμως να κάνη σχίσματα. Κατά δε τα μέσα του ιζ΄ αιώνος «τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»! Επίσης την ίδια περίοδο «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξανδρειαν και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί» Κατά τις ίδιες εποχές έγιναν διάλογοι και με τα διάφορα παρακλάδια των Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τους οποίους συμπαθούσε και υπερήσπιζε ισχυρή μερίδα. Παρά ταύτα δεν έγιναν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και οι Πατέρες ηγωνίζοντο κατά της ενώσεως με τους Λουθηροκαλβίνους. θ. Ο όσιος Νικόδημος κατέκρινε τους «λατινόφρονες» της εποχής του ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», όπως τους ωνόμαζε.Το 1755 οι ανατολικοί πατριάρχες είχαν αποφασίσει συνοδικώς να αναβαπτίζωνται οι εκ των Λατίνων προσερχόμενοι στην Ορθοδοξία, διότι μέχρι τότε οι Λατίνοι εγίνοντο δεκτοί στην Ορθοδοξία κυρίως με αναμύρωση. Παρά ταύτα οι λατινόφρονες επολέμησαν την απόφαση αυτή και συνέχιζαν να δέχωνται τους έχοντες το παπικό ράντισμα Λατίνους με αναμύρωση. Ο άγιος Νικόδημος εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών.Απωδύρετο επίσης και για δεινές παραβάσεις ιερών κανόνων (στ τής Δ , ιδ , ιθ , κγ τής ΣΤ ) και ιδίως για τους Σιμωνιακούς, οι οποίοι κατά τον άγιο Ταράσιο είναι χειρότεροι των Πνευματομάχων. Έλεγε λοιπόν ο Όσιος, ότι η κατά τον άγιο Γεννάδιο θεοστυγής αυτή αίρεση έχει γίνει σήμερα αρετή και οι περισσότεροι χειροτονούνται δια χρημάτων. Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση και τους θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά τους. Ο Όσιος και οι λοιποί Κολλυβάδες της εποχής του ηγωνίσθησαν σθεναρώς υπέρ των ιερών Παραδόσεων, όμως δεν φαίνεται πουθενά να διέκοψαν την επικοινωνία με τους λατινόφρονες η τους λοιπούς κακοδόξους. Οι συνετοί αυτοί ζηλωτές, σε αντίθεση με τους σημερινούς, είχαν την ικανότητα να διακρίνουν την διαφορά μεταξύ των λατινοφρόνων της εποχής τους και των λατινοφρόνων που έκαναν τις ενώσεις του 1274 και του 1439.