
Ας δούμε τη δική του εκδοχή:
«Κοίταζε, κοίταζε ο Ιησούς το γέρο παραχορτάτο, τα κρέατά του, τα μάτια του, τον τρόμο του κι η αλήθεια γίνηκε μέσα του παραμύθι.
- Άνοιξε τ’ αυτιά σου, γερο- Ανανία, είπε, άνοιξε την καρδιά σου, γερο- Ανανία. θα μιλήσω.
- άνοιξε τα’ αυτιά μου, άνοιξα την καρδιά μου, η ώρα η καλή, ακούω.
- Μια φορά, γερο- Ανανία, ήταν ένας πλούσιος, άδικος, και παράνομος, έτρωε κι έπινε, ντύνουνταν στο μετάξι και την πορφύρα, και ποτέ του δεν έδωκε μήτε ένα πράσινο φύλλο στο γείτονά του το Λάζαρο, που πεινούσε και κρύωνε.
Σούρνουνταν κάτω από το τραπέζι του ο Λάζαρος να μαζέψει τα ψίχουλα, ν’ αγλείψει τα κόκαλα. μα οι δούλοι τον πετούσαν έξω, κι αυτός κάθουνταν στο κατώφλι κι έρχουνταν τα σκυλιά και του άγλειφαν τις πληγές του. Όπου ήρθε η μέρα η διορισμένη και πέθαναν κι οι δυο. ο ένας πήγε στη φωτιά για την αιώνια, ο άλλος στον κόρφο του Αβραάμ. Σήκωσε μια μέρα ο πλούσιος τα μάτια κι είδε το γείτονά του το Λάζαρο να γελάει και ν’ αγάλλεται μέσα στο κόρφο του Αβραάμ, έσυρε φωνή: ‘Πάτερ Αβραάμ, πάτερ Αβραάμ, πέψε το Λάζαρο να βρέξει τα ακροδάχτυλό του, να μου δροσίσει το στόμα. καίγουμαι!’
Μα ο Αβραάμ του αποκρίθηκε: ‘Θυμήσου όταν φαγοποτούσες εσύ και χαίρουσουν τ’ αγαθά του κόσμου και τούτος πεινούσε και κρύωνε. του ΄δωκες ποτέ σου ένα πράσινο φύλλο; Ήρθε το λοιπόν κι αυτουνού η σειρά να χαίρεται κι εσύ να καίγεσαι στην αιωνιότητα’.
Αναστέναξε ο Ιησούς και σώπασε. ο γέρο Ανανίας, με ανοιχτό το στόμα, περίμενε ακόμα ν’ ακούσει, τα χείλια του ξεράθηκαν, στέγνωσε ο λαιμός του. κοίταξε τον Ιησού με παρακάλιο:
- Τέλειωσε; Ρώτησε κι η φωνή του έτρεμε. τέλειωσε, δεν έχει άλλο;
Ο Ιούδας γέλασε:
- Καλά να πάθει, είπε. όποιος φάει και πιεί περίσσια στη γης θα τ’ αναξεράσει στον Άδη.
Μα ο νιούτσικος γιος του Ζεβεδαίου έγειρε στον κόρφο του Ιησού:
- Ραβή, ο λόγος σου δεν αλάφρωσε την καρδιά μου, είπε σιγά. πόσες φορές μας παράγγελνες: Συχώρα τον οχτρό σου, αγάπα τον. κι εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να σου κάμει κακό, εσύ εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να του κάμεις καλό. έτσι μονάχα θα ξοφληθεί από τον κόσμο η κάκητα. και τώρα ο Θεός δεν μπορεί να συχωρέσει;
- Ο Θεός είναι δίκαιος, πετάχτηκε κι είπε ο κοκκινογένης και κόχεψε σαρκαστικά το γέρο Ανανία.
- Ο Θεός είναι πανάγαθος, αντιμίλησε ο Ιωάννης.
’πλωσε ο Ιησούς το χέρι, χάδεψε τα σγουρά μαλλιά του αγαπημένου συντρόφου:
- Ιωάννη, είπε, όλοι έχουν αυτιά, άκουσαν, όλοι έχουν μυαλό, έκριναν. ο Θεός είναι δίκαιος, είπαν και δεν μπόρεσαν να παν παραπέρα. μα εσύ έχεις και καρδιά, κι είπες: δίκαιος είναι ο Θεός, μα δε φτάνει. είναι και πανάγαθος. η παραβολή ετούτη, δε γίνεται , πρέπει να ‘χει άλλο τέλος.
- Ραβή, έκαμε ο νέος, συχώρεσέ με. αλήθεια, αυτό είπε η καρδιά μου: ο άνθρωπος συχωρνάει, ο Θεός σε συχωρνάει; δε γίνεται, βλαστήμια μεγάλη. η παραβολή πρέπει να ‘χει άλλο τέλος.
- Κι έχει άλλο τέλος, αγαπημένε, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας. γερο- Ανανία, άκου να στερεωθεί η καρδιά σου. ακούστε κι εσείς όλοι που βρίσκεστε στην αυλή κι εσείς γειτόνοι που χαχαρίζετε στο δρόμο. ο Θεός δεν είναι μονάχα δίκαιος, είναι και καλός. και δεν είναι μονάχα καλός, είναι και Πατέρας.
Άκουσε ο Λάζαρος το λόγο του Αβραάμ, αναστέναξε: ‘Θεέ μου’ είπε με το νου του ‘πώς μπορεί κανένας να ‘ναι ευτυχισμένος στην Παράδεισο και να ξέρει πως υπάρχει ένας άνθρωπος, μια ψυχή, που καίγεται στην αιωνιότητα; Δρόσισέ τον, Κύριε, να δροσιστώ. λύτρωσέ τον, Κύριε, να λυτρωθώ. αλλιώς θ’ αρχίσω κι εγώ να καίγουμαι’.
Κι ο Θεός άκουσε το λογισμό του, χάρηκε: ‘Λάζαρε, αγαπημένε’ είπε ‘κατέβα να πάρεις από το χέρι το διψασμένο. αστέρευτες είναι οι βρύσες μου, φέρ’ τον να πιεί, να δροσερέψει. να δροσερέψεις κι εσύ μαζί του’.
‘Στην αιωνιότητα;’ ρώτησε ο Λάζαρος. ‘Στην αιωνιότητα’ αποκρίθηκε ο Θεός. Ο Ιησούς σηκώθηκε, σώπασε. η νύχτα είχε πλακώσει, σκόρπισε κρυφομιλώντας ο λαός, γύριζαν άντρες και γυναίκες στα φτωχικά τους χαμώγια, κι ήταν η καρδιά τους χορτάτη. Μπορεί ο λόγος να θρέψει; μπορεί, όταν είναι καλός, συλλογίζουνταν.»