Aρχική

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ) 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019

Εκτύπωση

ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)

ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ

Ἡ θαυ­μα­στή ἁ­λι­εί­α, κάνοντας ὑ­πα­κο­ή στόν Χρι­στό

Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. ιζ΄

(Ε΄,01-11)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἑ­στώς ὁ Ἰ­η­σοῦς πα­ρά τήν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ·

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό·

Κα­θώς ὁ Ἰ­η­σοῦς στε­κό­ταν στήν πα­ρα­λί­α τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε τό­τε δύ­ο κα­ΐ­κια ψα­ρά­δων δί­πλα στήν λί­μνη, ὅ­που οἱ ψα­ρά­δες τους εἶ­χαν βγεῖ στήν ἀ­κρο­για­λιά καί ξέ­πλε­ναν τά δί­χτυ­α τους.

Ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ’ ἕ­να ἀ­πό τά δύ­ο κα­ΐ­κια πού ἀ­νῆ­κε στόν Σί­μω­να, τοῦ ζή­τη­σε νά τό ἀ­πο­μα­κρύ­νει λί­γο ἀ­πό τήν ξη­ρά, κά­θι­σε στό κα­τά­στρω­μα καί ἄρ­χι­σε νά δι­δά­σκει τόν κό­σμο.

Ὅ­ταν στα­μά­τη­σε τήν δι­δα­σκα­λί­α του, εἶ­πε στόν Σί­μω­να· «Φέ­ρε πά­λι τό πλοῖ­ο πί­σω στά βα­θιά καί ρίξ­τε τά δί­χτυ­α γιά ψά­ρε­μα».

Ὁ Σί­μω­νας ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε· «Δι­δά­σκα­λε, ἄν καί κο­πι­ά­σα­με τό­σο πο­λύ ὅ­λη τήν νύ­χτα, δέν κα­τα­φέ­ρα­με τί­πο­τα. Τώ­ρα ὅ­μως θά τά ρί­ξω καί πά­λι, μό­νο για­τί τό ζη­τᾶς ἐ­σύ».

Μό­λις ἔ­ρι­ξαν τά δί­χτυ­α κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή, ἔ­πια­σαν τό­σα πολ­λά ψά­ρια, ὥ­στε ἀ­πό τό βά­ρος τους κιν­δύ­νευ­αν τά δί­χτυ­α νά σχι­σθοῦν.

Ἀ­μέ­σως ἔ­στει­λαν μή­νυ­μα στούς πλοι­ο­κτῆ­τες τοῦ δευ­τέ­ρου κα­ϊ­κιοῦ, νά ἔρ­θουν γιά βο­ή­θειά τους.

Ἦρ­θαν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι κον­τά τους, γέ­μι­σαν καί τά δύ­ο κα­ΐ­κια μέ τό­σα ψά­ρια, ὥ­στε κιν­δύ­νευ­αν νά βυ­θι­σθοῦν.

Βλέ­πον­τας ὁ Σί­μω­νας Πέ­τρος τό θαυ­μα­στό γε­γο­νός, γο­νά­τι­σε μπρο­στά στόν Ἰ­η­σοῦ λέ­γον­τας·

«Κύ­ρι­ε, βγές ἔ­ξω ἀ­πό τό πλοῖ­ο μου, για­τί ἐ­γώ εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός ἄν­θρω­πος»!

Πο­λύ προ­βλη­μα­τί­σθη­κε ὁ ἴ­διος, ἀλ­λά καί ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἦ­ταν μα­ζί του, ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σαν, ὅ­τι μό­νο μέ τόν λό­γο τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἔ­πια­σαν τό­σα πολ­λά ψά­ρια.

Φυ­σι­κά τό ἴ­διο προ­βλη­μα­τί­σθη­καν καί ὁ Ἰ­ά­κω­βος μέ τόν Ἰ­ω­άν­νη, τά παι­διά τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, πού ἦ­ταν συ­νέ­ται­ροι μέ τόν Σί­μω­να.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως ἀ­πάν­τη­σε στόν Σί­μω­να· «Μήν φο­βᾶ­σαι γι’ αὐ­τά πού εἶ­δες. Ἀ­πό σή­με­ρα εἶ­σαι μα­θη­τής μου καί θά ψα­ρεύ­εις ἀν­θρώ­πους».

Ὅ­ταν οἱ ψα­ρά­δες ἔ­φε­ραν τά πλοῖ­α στήν ξη­ρά, πα­ρά­τη­σαν ἐ­κεῖ τά ψά­ρια καί τά πλοῖ­α τους

καί ἀ­κο­λού­θη­σαν τόν Χρι­στό.

ΠΗΓΗ