Aρχική

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 20-10-2019

Εκτύπωση

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 20-10-2019

ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ

ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

Ἡ θε­ρα­πεί­α τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν

Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. λη΄

(Η΄,27-39)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς τήν χώ­ραν τῶν Γα­δα­ρη­νῶν·

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό·

Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἦρ­θε στήν χώ­ρα τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, τόν συ­νάν­τη­σε στήν πε­ρι­ο­χή ἐ­κεί­νη ἕ­νας ἄν­θρω­πος, πού εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια, ἐ­δῶ καί πολ­λά χρό­νια.

Αὐ­τός οὔ­τε ροῦ­χα φο­ροῦ­σε, οὔ­τε σέ σπί­τι ἔ­με­νε, ἀλ­λά κα­τοι­κοῦ­σε μό­νι­μα στά μνή­μα­τα.

Μό­λις ἀν­τί­κρυ­σε τόν Χρι­στό, ἔ­βγα­λε σπα­ρα­χτι­κή κραυ­γή, ἔ­πε­σε μπρο­στά στά πό­δια του καί φώ­να­ξε δυ­να­τά·

«Ποι­ά σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σ’ ἐ­μέ­να καί σ’ ἐ­σέ­να Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­έ τοῦ Θε­οῦ τοῦ Ὑ­ψί­στου; Σέ ἱ­κε­τεύ­ω, μήν μέ κα­τα­δι­κά­σεις ἀ­πό τώ­ρα».

Εἶ­πε τά λό­για αὐ­τά τό ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα, για­τί ὁ Ἰ­η­σοῦς τό εἶ­χε ἤ­δη δι­α­τά­ξει, νά βγεῖ ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο, πού τόν βα­σά­νι­ζε ἐ­δῶ καί τό­σα χρό­νια.

Οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λης τόν ἔ­δε­ναν μέ ἁ­λυ­σί­δες στά χέ­ρια καί στά πό­δια, αὐ­τός ὅ­μως μέ τήν δύ­να­μη τῶν δαι­μο­νί­ων τίς ἔ­σπα­ζε καί ἔ­τρε­χε στίς ἐ­ρη­μι­ές.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν ρώ­τη­σε· «Ποι­ό εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά σου»;

«Λε­γε­ώ­να», ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος, για­τί μέ­σα του ὑ­πῆρ­χαν πολ­λά δαι­μό­νια.

Αὐ­τά τό­τε τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν, νά μήν δώ­σει ἐν­το­λή, νά φύ­γουν ἀ­πό τώ­ρα στά κα­τα­σκό­τει­να τρί­σβα­θα τοῦ ἅ­δη.

Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη κον­τά στό βου­νό, βο­σκοῦ­σε ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πό πολ­λούς χοί­ρους.

Τά δαι­μό­νια τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν, νά τούς ἐ­πι­τρέ­ψει νά μποῦν του­λά­χι­στον στούς χοί­ρους καί ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς ἔ­κα­νε τήν χά­ρη.

Μό­λις βγῆ­καν ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο, τήν ἴ­δια στιγ­μή μπῆ­καν στούς χοί­ρους καί ἀ­μέ­σως ὅ­λο τό κο­πά­δι δαι­μο­νί­σθη­κε, ὅρ­μη­σε στόν γκρε­μό καί πνί­γη­κε στήν λί­μνη.

Ὅ­ταν οἱ βο­σκοί τους εἶ­δαν τί ἔ­γι­νε, ἔ­φυ­γαν τρέ­χον­τας καί ἀ­νήγ­γει­λαν, αὐ­τά πού εἶ­χαν δεῖ, σέ ὅ­σους συ­ναν­τοῦ­σαν στήν πό­λη καί στά χω­ρά­φια.

Οἱ κά­τοι­κοι τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἔ­τρε­ξαν ἀ­μέ­σως νά δοῦν τί συ­νέ­βη.

Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν κον­τά στόν Χρι­στό, βρῆ­καν τόν δαι­μο­νι­σμέ­νο ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νο ἀ­πό τά δαι­μό­νια.

Ἐ­νῶ τώ­ρα ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ἥ­με­ρος, ντυ­μέ­νος μέ ροῦ­χα καί κα­θι­σμέ­νος στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ, αὐ­τοί καί πά­λι τόν φο­βή­θη­καν.

Ὅ­σοι ἦ­ταν πα­ρόν­τες νω­ρί­τε­ρα καί εἶ­χαν δεῖ τί συ­νέ­βη, τούς πλη­ρο­φό­ρη­σαν, πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος.

Με­τά ἀ­πό αὐ­τά, ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Γα­δα­ρη­νῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τόν Ἰ­η­σοῦ, νά φύ­γει ἀ­πό τόν τό­πο τους, για­τί τούς εἶ­χε πιά­σει με­γά­λος φό­βος.

Ἐ­κεῖ­νος τό­τε μπῆ­κε στό πλοῖ­ο καί γύ­ρι­σε πί­σω στήν Κα­περ­να­ούμ.

Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­παλ­λά­χθη­κε ἀ­πό τά δαι­μό­νια, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Χρι­στό, νά τόν ἔ­χει πάν­το­τε μα­ζί του, ἀλ­λά αὐ­τός ἀρ­νή­θη­κε λέ­γον­τας·

«Γύ­ρι­σε πά­λι στό σπί­τι σου, γιά νά δι­η­γεῖ­σαι συ­νε­χῶς, ὅ­σα σοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός».

Ἐ­κεῖ­νος τό­τε, ἀ­φοῦ ἐ­πέ­στρε­ψε στήν πό­λη του, μι­λοῦ­σε συ­νέ­χεια γιά ὅ­λα,

ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς.