ΕΒΔΟΜΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ
Ἡ ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου
Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. λθ΄
(Η΄,41-56)
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ·
Ἐκεῖνο τόν καιρό·
Πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καί ἦταν προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς.
Ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τόν παρακαλοῦσε νά ἔρθει στό σπίτι του, γιατί ξεψυχοῦσε ἡ δωδεκάχρονη μοναχοκόρη του.
Καθώς βάδιζε γιά τό σπίτι, οἱ ἄνθρωποι τόν περικύκλωναν ἀσφυκτικά.
Ἀνάμεσά τους ἦταν καί μιά γυναίκα, πού εἶχε ἀσταμάτητη αἱμορραγία δώδεκα χρόνια.
Ἄν καί ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς, ὡστόσο ὅμως κανένας τους δέν τήν θεράπευσε.
Αὐτή πλησίασε ἀθόρυβα πίσω του, ἄγγιξε λίγο στήν ἄκρη τό ροῦχο του καί ἀμέσως θεραπεύθηκε, σταμάτησε τελείως ἡ αἱμορραγία της.
«Ποιός μέ ἄγγιξε»; φώναξε ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς.
Ἐνῶ ὅλοι ἀρνοῦνταν, ὅτι τόν ἄγγιξαν, μίλησε ὁ Πέτρος καί οἱ μαθητές του·
«Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σέ περιέσφιξε τόσο πολύ, πού κοντεύει νά σέ λειώσει κι ἐσύ ρωτᾶς, “Ποιός μέ ἄγγιξε”»;
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπέμενε· «Κάποιος μέ ἄγγιξε θεληματικά, γιατί ἐγώ ἀντιλήφθηκα, νά βγαίνει θεραπευτική δύναμη ἀπό μέσα μου».
Βλέποντας ἡ γυναίκα, ὅτι δέν κατάφερε νά κρυφτεῖ ἀπό τόν Χριστό, πλησίασε κοντά του τρέμοντας.
Ἔπεσε ἀμέσως στά πόδια του καί φανέρωσε μπροστά σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά ποιόν λόγο τόν ἄγγιξε, ὁμολογώντας δημόσια, ὅτι τήν ἴδια στιγμή θεραπεύθηκε.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε· «Μήν φοβᾶσαι κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Πήγαινε τώρα θεραπευμένη στό σπίτι σου».
Ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, καταφθάνει κάποιος ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καί τοῦ λέει· «Ἡ κόρη σου ἔχει πεθάνει, γι' αὐτό μήν ταλαιπωρεῖς ἄλλο τόν διδάσκαλο».
Ἀκούγοντας τά λόγια του ὁ Ἰησοῦς, εἶπε στόν πατέρα· «Μήν φοβᾶσαι. Ἐσύ μόνο πίστευε καί ἡ κόρη σου θά σωθεῖ».
Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι, δέν ἄφησε κανέναν ἄλλον νά μπεῖ στό δωμάτιο.
Ἐπέτρεψε νά μποῦνε μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης ἀπό τούς μαθητές του καί ὁ πατέρας μέ τήν μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ.
Ἐκεῖ ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητα καί θρηνολογοῦσαν γιά τό κορίτσι.
Αὐτός τότε τούς λέει· «Μήν κλαῖτε πιά! Τό παιδί δέν πέθανε, ἁπλῶς κοιμᾶται».
Ὁ κόσμος φυσικά τόν περιγελοῦσε, ἀφοῦ ὅλοι ἤξεραν, ὅτι εἶχε πιά πεθάνει.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τό χέρι τοῦ κοριτσιοῦ καί εἶπε μέ δυνατή φωνή· «Κόρη μου, σήκω ἐπανω».
Τήν ἴδια στιγμή ἡ ψυχή της ξαναγύρισε στό σῶμα καί ἀμέσως ἀναστήθηκε. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέταξε νά τῆς δώσουν νά φάει.
Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπό τήν ἀνάσταση τῆς κόρης τους.
Ἐκεῖνος ὅμως τούς παρήγγειλε, νά μήν διαδώσουν σέ κανέναν τό γεγονός.