Aρχική

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΕΒΔΟΜΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 27-10-2019

Εκτύπωση

ΕΒΔΟΜΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

Ἡ ἀ­νά­στα­ση τῆς κό­ρης τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου Ἰ­α­εί­ρου

Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. λθ΄

(Η΄,41-56)

ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ

 

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ·

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό·

Πλη­σί­α­σε τόν Ἰ­η­σοῦ ἕ­νας ἄν­θρω­πος, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­ά­ει­ρος καί ἦ­ταν προ­ϊ­στά­με­νος τῆς συ­να­γω­γῆς.

Ἀ­φοῦ ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά ἔρ­θει στό σπί­τι του, για­τί ξε­ψυ­χοῦ­σε ἡ δω­δε­κά­χρο­νη μο­να­χο­κό­ρη του. 

Κα­θώς βά­δι­ζε γιά τό σπί­τι, οἱ ἄν­θρω­ποι τόν πε­ρι­κύ­κλω­ναν ἀ­σφυ­κτι­κά.

Ἀ­νά­με­σά τους ἦ­ταν καί μιά γυ­ναί­κα, πού εἶ­χε ἀ­στα­μά­τη­τη αἱ­μορ­ρα­γί­α δώ­δε­κα χρό­νια.

Ἄν καί ξό­δε­ψε ὅ­λη τήν πε­ρι­ου­σί­α της στούς για­τρούς, ὡ­στό­σο ὅ­μως κα­νέ­νας τους δέν τήν θε­ρά­πευ­σε.

Αὐ­τή πλη­σί­α­σε ἀ­θό­ρυ­βα πί­σω του, ἄγ­γι­ξε λί­γο στήν ἄ­κρη τό ροῦ­χο του καί ἀ­μέ­σως θε­ρα­πεύ­θη­κε, στα­μά­τη­σε τε­λεί­ως ἡ αἱ­μορ­ρα­γί­α της.

«Ποι­ός μέ ἄγ­γι­ξε»; φώ­να­ξε ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς.

Ἐ­νῶ ὅ­λοι ἀρ­νοῦν­ταν, ὅ­τι τόν ἄγ­γι­ξαν, μί­λη­σε ὁ Πέ­τρος καί οἱ μα­θη­τές του·

«Δι­δά­σκα­λε, ὁ κό­σμος σέ πε­ρι­έ­σφι­ξε τό­σο πο­λύ, πού κον­τεύ­ει νά σέ λει­ώ­σει κι ἐ­σύ ρω­τᾶς, “Ποι­ός μέ ἄγ­γι­ξε”»;

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως ἐ­πέ­με­νε· «Κά­ποι­ος μέ ἄγ­γι­ξε θε­λη­μα­τι­κά, για­τί ἐ­γώ ἀν­τι­λή­φθη­κα, νά βγαί­νει θε­ρα­πευ­τι­κή δύ­να­μη ἀ­πό μέ­σα μου».

Βλέ­πον­τας ἡ γυ­ναί­κα, ὅ­τι δέν κα­τά­φε­ρε νά κρυ­φτεῖ ἀ­πό τόν Χρι­στό, πλη­σί­α­σε κον­τά του τρέ­μον­τας.

Ἔ­πε­σε ἀ­μέ­σως στά πό­δια του καί φα­νέ­ρω­σε μπρο­στά σέ ὅ­λο τόν κό­σμο, γιά ποι­όν λό­γο τόν ἄγ­γι­ξε, ὁ­μο­λο­γών­τας δη­μό­σια, ὅ­τι τήν ἴ­δια στιγ­μή θε­ρα­πεύ­θη­κε.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς εἶ­πε· «Μήν φο­βᾶ­σαι κό­ρη μου, ἡ πί­στη σου σέ ἔ­σω­σε. Πή­γαι­νε τώ­ρα θε­ρα­πευ­μέ­νη στό σπί­τι σου».

Ἐ­νῶ ἀ­κό­μα μι­λοῦ­σε, κα­τα­φθά­νει κά­ποι­ος ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου καί τοῦ λέ­ει· «Ἡ κό­ρη σου ἔ­χει πε­θά­νει, γι' αὐ­τό μήν τα­λαι­πω­ρεῖς ἄλ­λο τόν δι­δά­σκα­λο».

Ἀ­κού­γον­τας τά λό­για του ὁ Ἰ­η­σοῦς, εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα· «Μήν φο­βᾶ­σαι. Ἐ­σύ μό­νο πί­στευ­ε καί ἡ κό­ρη σου θά σω­θεῖ».

Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στό σπί­τι, δέν ἄ­φη­σε κα­νέ­ναν ἄλ­λον νά μπεῖ στό δω­μά­τιο.

Ἐ­πέ­τρε­ψε νά μποῦ­νε μό­νο ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πό τούς μα­θη­τές του καί ὁ πα­τέ­ρας μέ τήν μη­τέ­ρα τοῦ κο­ρι­τσιοῦ.

Ἐ­κεῖ ὅ­λοι ἔ­κλαι­γαν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα καί θρη­νο­λο­γοῦ­σαν γιά τό κο­ρί­τσι.

Αὐ­τός τό­τε τούς λέ­ει· «Μήν κλαῖ­τε πιά! Τό παι­δί δέν πέ­θα­νε, ἁ­πλῶς κοι­μᾶ­ται».

Ὁ κό­σμος φυ­σι­κά τόν πε­ρι­γε­λοῦ­σε, ἀ­φοῦ ὅ­λοι ἤ­ξε­ραν, ὅ­τι εἶ­χε πιά πε­θά­νει.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως, ἀ­φοῦ τούς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔ­πια­σε τό χέ­ρι τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καί εἶ­πε μέ δυ­να­τή φω­νή· «Κό­ρη μου, σή­κω ἐπανω».

Τήν ἴ­δια στιγ­μή ἡ ψυ­χή της ξα­να­γύ­ρι­σε στό σῶ­μα καί ἀ­μέ­σως ἀ­να­στή­θη­κε. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τό­τε δι­έ­τα­ξε νά τῆς δώ­σουν νά φά­ει.

Οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν κα­τά­πλη­κτοι ἀ­πό τήν ἀ­νά­στα­ση τῆς κό­ρης τους.

Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως τούς πα­ρήγ­γει­λε, νά μήν δι­α­δώ­σουν σέ κα­νέ­ναν τό γε­γο­νός.

ΠΗΓΗ