Aρχική

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ (Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 03-11-2019)

Εκτύπωση

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

(Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ 03-11-2019) 

ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ

Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ

Ἡ πα­ρα­βο­λή τοῦ πλου­σί­ου καί τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου

Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. πγ΄

(ΙϚ΄,19-31)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· ἄν­θρω­πός τις ἦν πλού­σιος·

Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος τήν ἀ­κό­λου­θη πα­ρα­βο­λή·

«Ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε ἕ­νας πλού­σιος ἄν­θρω­πος, πού ντυ­νό­ταν μέ πο­λύ λαμ­πρά ροῦ­χα σάν τούς βα­σι­λιά­δες καί κά­θε ἡ­μέ­ρα ἀ­πο­λάμ­βα­νε στό τρα­πέ­ζι του πλού­σια καί ἐ­κλε­κτά φα­γη­τά.

Ὑ­πῆρ­χε πά­λι ἕ­νας φτω­χός ὁ Λά­ζα­ρος, πε­ταγ­μέ­νος μπρο­στά στίς πύ­λες τοῦ πλου­σί­ου μέ τό σῶ­μα του γε­μά­το πλη­γές.

Αὐ­τός κα­θη­με­ρι­νά προ­σπα­θοῦ­σε νά χορ­τά­σει ἀ­πό τά ψί­χου­λα, πού πε­τοῦ­σαν οἱ ὑ­πη­ρέ­τες ἀ­πό τά τρα­πέ­ζια τοῦ πλου­σί­ου. Μό­νο τά σκυ­λιά ἔρ­χον­ταν κον­τά του καί ἔ­γλυ­φαν τίς πλη­γές του.

Μιά ἡ­μέ­ρα πέ­θα­νε ὁ φτω­χός καί οἱ ἄγ­γε­λοι τόν ἔ­φε­ραν στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Ἀ­βρα­άμ.

Κά­πο­τε πέ­θα­νε καί ὁ πλού­σιος καί οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἔ­θα­ψαν μέ τι­μές».

«Κα­θώς ὁ πλού­σιος βρι­σκό­ταν στόν ἅ­δη καί βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τά μά­τια του ψη­λά καί βλέ­πει ἀ­πό μα­κριά τόν Ἀ­βρα­άμ μέ τόν Λά­ζα­ρο στήν ἀγ­κα­λιά του.

Φώ­να­ξε τό­τε λέ­γον­τας· “Πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σέ με. Στεῖ­λε τόν Λά­ζα­ρο, νά βρέ­ξει λί­γο τό δά­χτυ­λό του στό νε­ρό καί νά δρο­σί­σει τήν γλώσ­σα μου, για­τί κα­τα­καί­γο­μαι μέ­σα στήν φω­τιά πού μέ πε­ρι­ζώ­νει”.

Ὁ Ἀ­βρα­άμ ἀ­πάν­τη­σε· “Θυ­μή­σου, παι­δί μου, ὅ­τι ἐ­σύ στήν ἐ­πί­γεια ζω­ή ἀ­πό­λαυ­σες τήν εὐ­τυ­χί­α, ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος τήν δυ­στυ­χί­α.

Τώ­ρα αὐ­τός ἐ­δῶ εὐ­φραί­νε­ται λαμ­πρά καί ἐ­σύ ἐ­κεῖ βα­σα­νί­ζε­σαι φρι­κτά.

Ἐ­πί πλέ­ον με­τα­ξύ μας ὑ­πάρ­χει τε­ρά­στιο χά­σμα. Αὐ­τοί πού θέ­λουν ἀ­πό μᾶς νά ἔρ­θουν στόν τό­πο σας, δέν μπο­ροῦν, οὔ­τε πά­λι ὅ­σοι θέ­λουν ἀ­πό σᾶς, μπο­ροῦν νά πε­ρά­σουν στό δι­κό μας μέ­ρος”.

Ὁ πλού­σιος ὅ­μως συ­νέ­χι­σε· “Σέ πα­ρα­κα­λῶ, πα­τέ­ρα μου, στεῖ­λε τόν Λά­ζα­ρο στό πα­τρι­κό μου σπί­τι, ὅ­που ζοῦν ἀ­κό­μη πέν­τε ἀ­δέλ­φια μου.

Ἄς τούς ἐ­νη­με­ρώ­σει, πῶς εἶ­ναι ἐ­δῶ ἡ ζω­ή, ὥ­στε νά πει­σθοῦν γιά ὅ­λα αὐ­τά.

Τό­τε ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση, νά μήν ἔρ­θουν καί οἱ ἴ­διοι σ’ αὐ­τόν τόν βα­σα­νι­σμέ­νο τό­πο”.

Ὁ Ἀ­βρα­άμ τοῦ λέ­ει· “Αὐ­τοί ἔ­χουν τόν Μω­υ­σῆ καί τούς προ­φῆ­τες, ἄς τούς ἀ­κού­σουν”.

“Ὄ­χι πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ”, ἐ­πέ­με­νε ὁ πλού­σιος, “για­τί ἄν τώ­ρα ἕ­νας νε­κρός ἀ­να­στη­θεῖ καί τούς μι­λή­σει, ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἐλ­πί­δα νά με­τα­νο­ή­σουν”.

Τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ τοῦ ἀ­πάν­τη­σε· “Ἄν αὐ­τοί δέν ἀ­κοῦ­νε τόν Μω­υ­σῆ καί τούς προ­φῆ­τες, πο­τέ δέν πρό­κει­ται νά ἀ­κού­σουν ἕ­ναν ἀ­να­στη­μέ­νο νε­κρό καί νά πι­στεύ­σουν”».

ΠΗΓΗ