ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ “ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ”
16 ΜΑΪΟΥ 2021 (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ “ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ”
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑΕΔΩ
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ
Ἡ ἐκλογή τῶν Ἑφτά Διακόνων Ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Ϛ΄,01-07)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν· 01-07
Ὁ πιστός λαός ἐκλέγει τούς ἑφτά διακόνους Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες· Αὐξανόταν συνεχῶς ὁ ἀριθμός τῶν πρώτων χριστιανῶν.
1β Ἔγιναν ὅμως παράπονα ἀπό τούς Ἑλληνιστές πρός τούς Ἑβραίους, ὅτι παραθεωροῦνταν οἱ χῆρες γυναῖκες τους στήν καθημερινή φροντίδα. 2α Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ἀφοῦ προσκάλεσαν τό πλῆθος τῶν πιστῶν, εἶπαν·
2β «Δέν εἶναι σωστό σ’ ἐμᾶς, νά ἀφήσουμε τό σωτήριο κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου καί νά καταγινόμαστε, διακονώντας καί στά τραπέζια τῶν φαγητῶν.
3 Ἀδελφοί μου, ἐξετάστε προσεκτικά ἀνάμεσά σας καί προτείνετε σ’ ἐμᾶς ἑφτά ἄνδρες, φωτισμένους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ καλή μαρτυρία καί σύνεση, γιά νά τούς ἀναθέσουμε τήν διακονία τῶν φαγητῶν.
4 Ἐμεῖς οἱ δώδεκα νά παραμείνουμε ἀπερίσπαστοι στήν προσευχή καί στήν διακονία τοῦ κηρύγματος».
5α Ἀκούγοντας ὅλη ἡ σύναξη τῶν πιστῶν τά λόγια τῶν ἀποστόλων, ἀποδέχθηκε μέ χαρά τήν πρότασή τους καί διάλεξαν τόν Στέφανο, ἄνδρα μέ δυνατή πίστη καί φωτισμένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
5β Ἐπίσης ξεχώρισαν τόν Φίλιππο, τόν Πρόχορο, τόν Νικάνορα, τόν Τίμωνα, τόν Παρμενᾶ καί τόν προσήλυτο Νικόλαο ἀπό τήν Ἀντιόχεια.
6 Αὐτούς τούς ἑφτά ἄνδρες τούς παρουσίασαν μπροστά στούς ἀποστόλους καί ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πρῶτα προσευχήθηκαν, ἔπειτα ἔβαλαν τά χέρια ἐπάνω στό κεφάλι τους καί τούς χειροτόνησαν.
7α Καθημερινά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου γινόταν γνωστό στήν Ἱερουσαλήμ καί οἱ πιστοί αὐξάνονταν σέ ἀριθμό ὅλο καί περισσότερο.
7β Ἐπί πλέον πολύς λαός ἀπό τούς Ἰουδαίους, προσχωροῦσε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ “ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ”
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ
Μνήμη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν
Ἀπό τό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο. ξθ΄ (ΙΕ΄,43-47 κ ΙϚ΄,01-08)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθών ὁ Ἰωσήφ·
42-47 Ὁ Ἰωσήφ ζητᾶ καί ἐνταφιάζει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ
Ἐκεῖνο τόν καιρό·
Ἦρθε στόν Πιλάτο ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, διακεκριμένος βουλευτής τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου.
43β Ἦταν ἕνας ἀπό ἐκείνους, πού περίμεναν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τόλμησε νά παρουσιασθεῖ καί νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
44 Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε, πῶς εἶχε πεθάνει τόσο γρήγορα! Κάλεσε μάλιστα τόν ἑκατόνταρχο καί τόν ρώτησε, ἄν πέρασε ἀρκετή ὥρα
ἀπό τόν θάνατό του.
45 Ὅταν διαπίστωσε ἀπό τόν ἑκατόνταρχο τήν ἀλήθεια, τότε χάρισε τό σῶμα στόν Ἰωσήφ.
46α Αὐτός, ἀφοῦ ἀγόρασε νεκρικό σεντόνι, τόν κατέβασε ἀπό τόν σταυρό καί τόν τύλιξε μέ τό σεντόνι.
46β Ἔπειτα τόν ἔθαψε σέ ἕνα μνῆμα, πού ἦταν λαξευμένο σέ βράχο καί ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος μέ μιά μεγάλη πέτρα.
47 Ἡ Μαρία ἀπό τά Μάγδαλα καί ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ, παρακολουθοῦσαν τό μέρος, ὅπου ἔθαβαν τό σῶμα του.
01-08 Οἱ Μυροφόρες στόν τάφο πληροφοροῦνται τήν Ἀνάσταση
1 Ἀφοῦ πέρασε τό Σάββατο, πού ἦταν καθιερωμένη ἡμέρα ἀργίας, ἡ Μαρία ἀπό τά Μάγδαλα, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου
καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά ἔρθουν στό μνῆμα νά ἀλείψουν τό σῶμα του.
2 Τήν Κυριακή, τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται στό μνῆμα πολύ πρωΐ, τήν ὥρα πού εἶχε ἀνατείλει ὁ ἥλιος.
3 Μεταξύ τους συζητοῦσαν· «Ποιός θά μετακινήσει γιά χάρη μας τήν μεγάλη πέτρα, πού ἀσφαλίζει τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος»;
4α Φθάνοντας τελικά στό μνῆμα, σηκώνουν τά μάτια τους καί βλέπουν, ὅτι ἡ μεγάλη πέτρα εἶχε μετακινηθεῖ.
4β Ἦταν μάλιστα πάρα πολύ βαριά.
5 Ὅταν μπῆκαν μέσα στό μνῆμα, εἶδαν ἕναν νέο ντυμένο μέ λευκή στολή, νά κάθεται στά δεξιά καί τρόμαξαν.
6α Ὁ ἄγγελος ὅμως εἶπε σ' αὐτές· «Μήν τρομάζετε! Γνωρίζω τί θέλετε. Ζητᾶτε τόν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ ἀπό τήν Ναζαρέτ!
6β Σᾶς φανερώνω τήν ἀλήθεια· Ἀναστήθηκε! Δέν εἶναι ἐδῶ! Νά ὁ τόπος, ὅπου τόν ἔθαψαν!
7 Τώρα ὅμως πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί μάλιστα στόν Πέτρο, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς εἶπε νωρίτερα».
8α Οἱ γυναῖκες ὕστερα ἀπό ὅσα εἶδαν καί ἄκουσαν, βγῆκαν ἔξω ἀπό τό μνῆμα καί ἔφυγαν.
8β Ἦταν ὅμως τόσο φοβισμένες καί ταραγμένες, πού σέ κανέναν δέν ἀνέφεραν τίποτε, γιατί πολύ φοβήθηκαν.