ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021 “ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ” (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ “ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΛΑΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ”
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ
ΤΗΝ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ
Οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καί Σίλας στούς Φιλίππους
Ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (ΙϚ ́,16-34)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν· 16-18
Ἡ θεραπεία τῆς μαντευομένης δούλης
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες·
Καθώς ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι πηγαίναμε στόν τόπο τῆς προσευχῆς, συνέβη νά μᾶς συναντήσει μιά νεαρή δούλη, πού ἦταν δαιμονισμένη μέ πνεῦμα μαντικό καί πρόσφερε μέ τίς μαντεῖες πολλά χρήματα στούς κυρίους της.
17α Αὐτή ἔτρεχε πίσω ἀπό τόν Παῦλο καί τόν Σίλα, φωνάζοντας δυνατά·
17β «Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι σταλμένοι ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό καί μᾶς δείχνουν τόν δρόμο γιά τήν σωτηρία μας».
18α Ἐπαναλάμβανε μάλιστα τά ἴδια λόγια γιά πολλές ἡμέρες.
18β Τότε ὁ Παῦλος ἀγανακτησμένος ἀπό τήν συμπεριφορά της, στράφηκε πρός τό πονηρό πνεῦμα καί εἶπε·
18γ «Σέ διατάζω, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά βγεῖς ἀμέσως ἔξω ἀπό αὐτήν».
18δ Καί τήν ἴδια στιγμή ἡ νεαρή δούλη ἐλευθερώθηκε ἀπό τό δαι-μόνιο. 19-24 Ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας στήν φυλακή
19 Ὅταν τά ἀφεντικά της εἶδαν, ὅτι ἔχασαν πιά τήν ἐλπίδα τῆς κερδοφορίας, ἔπιασαν τόν Παῦλο καί τόν Σίλα καί τούς ἔσυραν στό δικαστήριο, γιά νά τούς παρουσιάσουν στούς ἄρχοντες.
20α Ἔπειτα ἀφοῦ τούς ὁδήγησαν μπροστά στούς στρατηγούς, εἶπαν·
20β «Αὐτοί ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι, Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή, ἀναστατώ-νουν τήν πόλη μας.
21 Διαδίδουν μάλιστα ἰουδαϊκές διδασκαλίες, πού ἐμεῖς οἱ Ρωμαῖοι δέν ἐπιτρέπεται, οὔτε νά τίς παραδεχόμαστε, οὔτε νά τίς ἐφαρμόζου-με».
22 Τότε ὁ ὄχλος ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους. Οἱ στρατηγοί πάλι καταξέσχισαν τά ἐπανωφόρια τῶν ἀποστόλων καί διέταξαν νά τούς ραβδίσουν ἀλύπητα.
23 Ἀφοῦ καταπλήγωσαν τό σῶμα τους, τούς ἔκλεισαν στήν φυλακή καί ἔδωσαν διαταγή στόν δεσμοφύλακα, νά πάρει αὐστηρά μέτρα γιά τήν ἀσφάλειά τους.
24 Αὐτός παίρνοντας τέτοια ἐντολή, τούς ἔκλεισε στήν πιό βαθιά φυλακή καί ἐπί πλέον ἔδεσε τά πόδια τους σφιχτά στόν πάσαλο.
25-28 Τά μεσάνυχτα σεισμός ξυπνάει τόν δεσμοφύλακα
25 Κατά τά μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καί ὁ Σίλας δοξολογοῦσαν τόν Θεό μέ προσευχές, ἐνῶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τούς ἄκουγαν καί παραξενεύονταν.
26α Ξαφνικά ἔγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ὥστε νά ταρακουνηθοῦν οἱ τοῖχοι τῆς φυλακῆς ὡς τά θεμέλιά τους.
26β Ἄνοιξαν αὐτόματα ὅλες οἱ πόρτες τῶν φυλακῶν καί λύθηκαν τά δεσμά ἀπό ὅλους τούς φυλακισμένους.
27 Μόλις ὁ δεσμοφύλακας ξύπνησε καί εἶδε ἀνοιχτές τίς πόρτες τῶν φυλακῶν, τράβηξε τό σπαθί ἀπό τήν θήκη του καί ἀποφάσισε νά δώσει τέρμα στήν ζωή του, γιατί ἦταν πεπεισμένος, ὅτι οἱ φυλα-κισμένοι εἶχαν δραπετεύσει.
28 Ὁ Παῦλος ὅμως φώναξε μέ δυνατή φωνή λέγοντας· «Μήν κάνεις κανένα κακό στόν ἑαυτό σου, γιατί ὅλοι εἴμαστε μέσα στά κελλιά μας». 29-34 Ὁ δεσμοφύλακας πιστεύει καί βαπτίζεται
29 Ἀμέσως ἐκεῖνος ἅρπαξε φῶτα στά χέρια του, μπῆκε βιαστικά στό κελλί τῶν φυλακισμένων καί γονάτισε κατατρομαγμένος στά πόδια τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα.
30 Ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ἔξω, τούς ρώτησε· «Κύριοι, τί πρέπει νά κάνω τώρα γιά νά σωθῶ»;
31 Αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν· «Πίστευσε στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ἔτσι θά σωθεῖς ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου».
32 Στή συνέχεια οἱ ἀπόστολοι κήρυξαν τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στόν ἴδιο καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του.
33 Ἐκείνη τήν ὥρα ὁ δεσμοφύλακας τούς πῆρε ἀπό τήν φυλακή, τούς ἔλουσε ἀπό τίς πληγές τους καί ἔπειτα βαπτίσθηκε ὁ ἴδιος μέ ὅλους τούς δικούς του.
34 Στό τέλος, ἀφοῦ τούς ἀνέβασε στό σπίτι του, τούς ἔστρωσε τρα-πέζι γιά νά φᾶνε καί καταχάρηκε μέ τήν οἰκογένειά του, γιατί τώρα ὅλοι εἶχαν πιστεύσει στόν Θεό.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ “ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ”
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ
ΤΗΝ ΕΚΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ
Θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ
Ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. λδ ́ (Θ ́,01-38)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν·
01-07 Ὁ Χριστός θεραπεύει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό Ἐκεῖνο τόν καιρό· Βαδίζοντας ὁ Ἰησοῦς μέσα στήν Ἱερουσαλήμ, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε γεννηθεῖ τυφλός.
2 Τότε οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν· «Διδάσκαλε, ποιός ἁμάρτησε, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, γιά νά γεννηθεῖ τυφλός»;
3 Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε· «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλά γιά νά φανερωθοῦν στό πρόσωπό του τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
4 Ἐγώ πρέπει νά κάνω τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἀπέστειλε, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἡμέρα, γιατί ἔρχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας πλέον δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται.
5 Ὅσο καιρό εἶμαι στόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου».
6 Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό μέ τό σάλιο, ἄ-λειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ 7α καί τοῦ εἶπε·
7β «Πήγαινε νά πλυθεῖς στήν δεξαμενή τοῦ Σιλωάμ», πού στά ἑλ-ληνικά μεταφράζεται ἀπεσταλμένος.
7γ Ὁ τυφλός πῆγε, πλύθηκε καί γύρισε πίσω βλέποντας. 08-12 Τί ἔλεγαν ὅσοι γνώριζαν πρίν τόν τυφλό 8 Οἱ γείτονες λοιπόν καί ὅσοι ἀπό πρίν τόν γνώριζαν, ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν· «Δέν εἶναι αὐτός πού καθόταν καί ζητιάνευε»;
9 Ἄλλοι ἔλεγαν, πώς αὐτός εἶναι καί ἄλλοι, πώς κάποιος πού τόν μοιάζει. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε, ὅτι ἐγώ εἶμαι.
10 Τόν ρωτοῦσαν πάλι ἐκεῖνοι· «Πῶς ἀνοίχθηκαν τά μάτια σου»;
11 Ἐκεῖνος τούς ἀποκρίθηκε· «Ἕνας ἄνθρωπος πού λεγόταν Ἰη-σοῦς, ἔφτιαξε πηλό, ἄλειψε τά μάτια μου καί μοῦ εἶπε· “Πήγαινε
στήν δεξαμενή τοῦ Σιλωάμ καί νίψου”. Ὅταν πῆγα καί πλύθηκα, ἀμέσως ἄρχισα νά βλέπω».
12α Τόν ρώτησαν· «Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνος»;
12β «Δέν ξέρω», τούς ἀπαντάει.
13-17 Ὁ τυφλός ἀπολογεῖται στούς Φαρισαίους
13 Μετά ἀπό αὐτά ὁδηγοῦν τόν πρίν τυφλό στούς Φαρισαίους.
14 Ἦταν ἡμέρα Σάββατο, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφτιαξε τόν πηλό καί ἄνοιξε τά μάτια του.
15α Τόν ρωτοῦσαν πάλι καί οἱ Φαρισαῖοι, πῶς βρῆκε τό φῶς του.
15β Αὐτός τούς ἀπάντησε· «Ἔβαλε πηλό ἐπάνω στά μάτια μου, ἔπειτα πλύθηκα καί βλέπω».
16α Κάποιοι ἀπό τούς Φαρισαίους ἔλεγαν· «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν λογαριάζει τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου».
16β Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν· «Πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, νά πραγματοποιεῖ τέτοια θαυμαστά σημεῖα»;
16γ Κι ἔτσι διαφωνώντας μεταξύ τους, διασπάσθηκαν. 17α Ρωτοῦν πάλι τόν τυφλό· «Ἐσύ τί γνώμη ἔχεις γι’ αὐτόν, πού σοῦ χάρισε τό φῶς»;
17β Ἐκεῖνος ἀπάντησε, ὅτι εἶναι προφήτης.
18-23 Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ μπροστά στούς Φαρισαίους 18 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δέν πίστευσαν γι’ αὐτόν, ὅτι ἦταν πρίν τυφλός καί τώρα βλέπει, μέχρι πού φώναξαν τούς γονεῖς τοῦ θερα-πευμένου
19α καί τούς ρώτησαν· 19β «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας, γιά τόν ὁποῖο ἐσεῖς λέτε, ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς λοιπόν τώρα βλέπει»;
20 Ἀποκρίθηκαν τότε οἱ γονεῖς του σ’ αὐτούς καί εἶπαν· «Ξέρουμε, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ γιός μας καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός.
21α Πῶς ὅμως τώρα βλέπει, ἐμεῖς δέν τό γνωρίζουμε, ἤ ποιός ἄνοιξε τά μάτια του, πάλι δέν γνωρίζουμε.
21β Δέν εἶναι καί μικρό παιδί, ρωτῆστε τόν ἴδιο κι αὐτός θά σᾶς πεῖ, ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν ἑαυτό του».
22α Ὅλα αὐτά τά εἶπαν οἱ γονεῖς του, γιατί φοβοῦνταν τούς Ἰουδαίους.
22β Οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει, νά διώχνεται ἀπό τήν συ-ναγωγή, ὅποιος θά ὁμολογήσει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας Χρι-στός.
23 Γι’ αὐτό καί οἱ γονεῖς του εἶπαν, εἶναι μεγάλος πιά, αὐτόν νά ρωτήσετε.
24-34 Ὁ τυφλός ἀπολογεῖται γιά δεύτερη φορά καί ὁμολογεῖ τόν Χριστό μπροστά στούς Φαρισαίους 24α Φώναξαν γιά δεύτερη φορά τόν ἄνθρωπο, πού πρίν ἦταν τυφλός καί τοῦ εἶπαν·
24β «Δόξασε τόν Θεό! Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός».
25 Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε λέγοντας· «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό γνωρίζω. Ἐκεῖνο πού ξέρω καλά εἶναι, ὅτι ἤμουν τυφλός καί τώρα βλέπω».
26 Τόν ρώτησαν πάλι· «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς ἄνοιξε τά μάτια σου»;
27 Ἀποκρίθηκε σ’ αὐτούς· «Σᾶς τά εἶπα αὐτά καί δέν μέ πιστεύσατε. Γιατί θέλετε πάλι νά τά ἀκούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του»;
28 Αὐτοί τότε τόν κορόϊδεψαν καί τοῦ εἶπαν· «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ.
29 Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι στόν Μωυσῆ μίλησε ὁ Θεός, ἐνῶ αὐτός δέν ξέρουμε ἀπό ποῦ εἶναι».
30 Ἀποκρίθηκε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε· «Μά ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό θαυμαστό, ὅτι ἐνῶ ἐσεῖς δέν γνωρίζετε ἀπό ποῦ εἶναι, αὐτός ἐμένα μοῦ ἄνοιξε τά μάτια.
31 Εἶναι σέ ὅλους γνωστό, ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀκούει μόνο ἐκεῖνον, πού σέβεται τόν Θεό καί ἐκτελεῖ τό θέλη-μά του.
32 Μέχρι σήμερα δέν ἀκούσθηκε, ὅτι κάποιος ἄνοιξε τά μάτια ἑνός ἀνθρώπου, πού γεννήθηκε τυφλός.
33 Ἄν αὐτός δέν ἦταν σταλμένος ἀπό τόν Θεό, δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτε».
34α Ἀποκρίθηκαν σ’ αὐτόν λέγοντας· «Ἐσύ πού ὁλόκληρος γεννή-θηκες βουτηγμένος μέσα στίς ἁμαρτίες, τώρα μᾶς κάνεις καί τόν δάσκαλο»;
34β Κι ἀμέσως τόν πέταξαν ἔξω ἀπό τήν συναγωγή.
35-38 Ὁ πρίν τυφλός βλέπει τόν Χριστό καί τόν πιστεύει 35 Ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε, πώς τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν συναγωγή καί ὅταν τόν συνάντησε, τοῦ εἶπε· «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»;
36 Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε· «Ποιός εἶναι Κύριε, γιά νά πιστεύσω σ’ αὐτόν»;
37 Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «Καί τόν ἔχεις δεῖ μέ τά μάτια σου καί τώρα μιλάει μαζί σου. Νά, αὐτός εἶναι». 38 Ὁ τυφλός ἀπάντησε· «Πιστεύω, Κύριε»· κι ἀμέσως τόν προσκύνησε.