"Λόγια αγάπης", Εκπομπή 24-9-2023 Κυριακή Α' Λουκά "Η κλήση των μαθητών"
Επιμέλεια - παρουσίαση: Πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Καμπούρης
Σχολιασμός: Ραφαήλ Καραβασιλειάδης, Θεολόγος
Ευαγγέλιο (Λουκάς 5:1 - 11)
Πρωτότυπο κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ενώ το πλήθος ήταν πεσμένο επάνω στον Ιησού για να ακούση τον λόγοντου Θεού και αυτός στεκότανε κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ, είδε δύο πλοιάρια κοντά στη λίμνη, αλλά οι ψαράδες είχαν βγει και έπλεναν τα δίχτυα. Μπήκε σε ένα από τα πλοιάρια το οποίο ανήκε στον Σίμωνα και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά. Τότε κάθησε καιεδίδασκε τα πλήθη από το πλοιάριο. Μόλις έπαυσε να μιλἀ, είπε στον Σίμωνα, «Πήγαινε στα βαθειά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε, «Διδάσκαλε, όλη την νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτε. Αλλα επειδή εσύ το λες, θα ρίξω το δίχτυ». Όταν το έκαναν, έπιασαν πολλά ψάρια και το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους που ήταν στο άλλο πλοιάριο, για να έρθουν να τους βοηθήσουν· και ήρθαν και γέμισαν και τα δύο πλοιάρια, τόσο που κινδύνευαν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε, «Φύγε απί εδώ, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος ανάξιος (αμαρτωλός)». Αυτό το είπε διότι εξεπλάγη και αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του με τα ψάρια που έπιασαν, επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι υιοί του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήταν συνεταίροι του Σίμωνος. Και είπε ο Ιησούς στον Σίμωνα, «Μη φοβάσαι· από τώρα και στο εξής θα σε κάνω ψαρά ανθρώπων». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.