Ἀντάμουσαμνιὰ μέρα τοὺνΘουδουρῆ. Εἶνι
ἀπ’ τοὺΜπλάτσ’, ἀλλὰἔχ’ σπίτ’, οἰκουγένεια ἀ κι πρόβατα σνἌρδασσα. Ἔχ’ κιἕνακαλὸπιδί, τοὺνΠαντιλάκου.
-Θουδουρῆ, πῶςπααίν’ τοὺκουπάδ’; -Καλά, ἀφέντ’. Εἶνιντὶπ παλιός.Μὶκαλὴψυχὴ κι μνυαλό!
-Ἀρχίντσιτιτςγέννις;
-Ἀποὺ κάνα, κι πρῶτα ἡ Θιὸςσὶ λίγου ὅλα.
-Κουλιάστραἔχς, Θουδουρῆ;
-Θὰσὶστείλου, ἀφέντ. Κι σὶδγυὸμέριςμ’ἔστειλι. Βάνου τοὺτηγάν’, ρίχουτοὺκίτρινου γάλα ὅλου λίπους κι ἀνακατώνου, ὅπουςἔφκιανι ἡ μάνναμ’. Σὶ λίγου εἶχαμπρουστάμ’ ‘νκουλιάστρα, ὅπουςπρουτοῦἀποὺ 65 χρόνια! Πῶςπιρνοῦντὰβλουημένα… Ἔρξα κι λίγου ζάχαρ’ κιἔφαγακουλιάστρα. Χρόνια εἶχανὰδῶ, νὰ φκιάσου ἀ κι νὰφάου. Νἆνιἰβλουγημένουτοὺκουπάδ’ τ’Θουδουρῆτ’ἰβλουγημένου, ὅπουςγράφ’ ἡ Κόντουγλουςγιὰτοὺμαντρὶτ’Γιάνν’ τ’ἰβλουγημένου. Ἴδγ’εἶνι!!!
Κουλιάστραἔτρουγάμιμκροὶτοὺχειμῶναἁπ’γιννοῦσανοἱπρουβατίνιζμας κι οἱγίδις μας. Ἡ κουλιάστρα-κλιάστρα ἢ γκουλιάστρα-γκλιάστραἢ κολάστρα-colostrumἢ πύαρ ἢ προυτόγαλακρατοῦσικάνα τρεῖς-τέσσιριςμέρις. Ἦτανγιὰνὰπάρν’ τὰγινντσιάρκαὅλατὰἀντιβιουτικὰφάρμακα κι τὰἰμβόλιακι τὰἀντισώματαἁπ’χρειάζουνταν. Ἀλλοῦτ’φκιάν’ κι γλυκό.Ἰδίουςἀπ’ τςγιλάδις.
Ἰμεῖςἰτότιτνἔτρουγάμι κι μᾶςἴλιγανοἱ τρανοί, -Πατᾶτιρὰστοὺτσιουμπίδ’ τςσόπας κι νὰλέτι, Ἔτσιαςσιδηρέϊνανὰγέν’ κι τ’ἀρνιάτς κι τὰπρόβατατς.
Ἅματςχάνουνταν κάνα κατσίκ’ μὶκουλιάστραστοὺστουμάχ’, αὐτόϊαςτοὺκρατοῦσαν. Γιόμπζαντοὺστουμαχάκ’ μὶἕναπλόχειρουχουντρὸἅλας κι τοὺκριμοῦσανστοὺγριντουκάρφ’στοὺκατώη. Ἅμαστέγνουνιἔτσιαςστοὺνἀέρατοὺἔλυουνανμὶνιρὸ κι τόβανανσὶμπουκάλ’. Κι ἅμαἦταννὰπυτχιάσντοὺ γάλα ἔβανανἀπ’ αὐτὴν ‘μπτιά. Δὲνἔκουβι κάνα χόβ’.
Τοὺ ξανάγραψα αὐτόϊαςγιὰ ‘μπτιὰ ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ ΠΕΡΙΛΕΙΠΟΜΕΝΑ σιλὶς 280.Ὅμουςτ’γράφνπυτιὰκι βγαίν’ ἀπ’τ’λέξ’ πύαρ-πρωτόγαλα. Κι ‘γὼθαρροῦσατόσα χρόνια ὅτ’ ἡ πυτιὰβγαίν’ ἀπ’ τοὺρῆμαπήγνυμι-πήζω.Τνἔχου λάθους στοὺ βιβλίου ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ ΠΕΡΙΛΕΙΠΟΜΕΝΑ….Ὅμουςτοὺσουστὸεἶνι πυτιά-πυτχιάζω!
Ἰάνὰδῆςσὰνπόσατὰμαθαίντςκαλλίτιρα, ἅμασκαλίιζςπαλιὰχαρτχιά!
Παρασκιουβὴ 28φλιβάρ 2025
δγυὸ χρόνια ἀποὺτὰμαῦρα Τέμπη
ἀρνιμα