Σήμερα, τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γιορτάζουμε τὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Στὰ μισά τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα ποὺ ἀρχίσαμε τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μιὰ ἀνάσα, μιὰ ξεκούραση. Εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ αἰσθανόμαστε κάποια κούραση ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τώρα, μέσα ἀπὸ τὸ Κατανυκτικὸ Τριώδιο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει ἕνα παράθυρο γιὰ νὰ μπεῖ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως μέσα μας.
Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὸς λόγος γιὰ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ πίσω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ βλέπουμε πάντοτε τὸ βέβαιο, τὸ ζωντανὸ φῶς τοῦ ἀναστημένου Ἐσταυρωμένου. Ἔτσι ξέρει κι ἔτσι βλέπει ἡ Ἐκκλησία. Βλέπει τὸ Σταυρὸ καὶ δὲν θυμᾶται τὴν θυσία καὶ τὸν πόνο, ἀλλὰ χαίρεται γιὰ τὴν Ἀνάσταση ποὺ τὸν ἀκολούθησε. Βλέπει τὸ μέσο τοῦ θανάτου ποὺ ἦταν ὁ σταυρικὸς θάνατος καὶ πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν ἄδειο τάφο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν βλέπει ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ βλέπει, ἀλλὰ πιστεύει αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπει. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς ζητᾶ νὰ κάνουμε καὶ μεῖς. Εἴπαμε σ’ ἕνα τροπάριο σήμερα τὸ πρωί: «Ἡμέρα προσκυνήσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅλοι ἐλᾶτε μπροστά του, βγάζει φῶς ὁ Σταυρός, φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂς τὸν ἀσπασθοῦμε καὶ ἡ ψυχή μας ἂς πετάξει ἀπὸ χαρά. Ἂς προσκυνήσουμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι τὸ καύχημά μας».
Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι λόγος δύσκολος. Σὲ κανέναν δὲν εἶναι εὐχάριστος. Ἂν ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μαζέψει ὀπαδοὺς δὲν θὰ μίλαγε ἔτσι ὅπως τὸν ἀκούσαμε νὰ μιλάει σήμερα: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του κι ἂς σηκώσει τὸν Σταυρό του κι ἔτσι ἂς μὲ ἀκολουθήσει», εἶπε. Κι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μπροστὰ στὰ ἀνθρώπινα μάτια μας εἶναι σκάνδαλο κι ἂμα τὰ σκεφτοῦμε τὰ βρίσκουμε κι ἀνόητα. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, τελικά, δὲν εἶναι κόσμημα στὸ στῆθος μας, οὔτε κέντημα στὰ βελούδινα καλύμματα τῶν ναῶν. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ ματωμένο ξύλο τοῦ πόνου, τὸ φονικὸ ξύλο τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ αἴσχους. Ὅπου ἐπάνω δὲν ντράπηκε, οὔτε δίστασε νὰ πεθάνει ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας γλυκανάλατος δάσκαλος, ξανθὸς καὶ γαλανομάτης ποὺ δίδαξε, θεράπευσε καὶ ἔθελξε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός μας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶχε τὴ δύναμη νὰ πεθάνει ἐπάνω στὸ Σταυρό. Τὸ νὰ πεθάνει βέβαια κανεὶς δὲν εἶναι δύσκολο πράγμα. Τὸ γιατὶ πεθαίνεις εἶναι τὸ πᾶν. Κι αὐτὸς ποὺ «ἁμαρτία δὲν ἔπραξε, οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του», σταυρώθηκε γυμνὸς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, κρεμάστηκε ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, ἐπειδὴ ἦταν ὁ ἴδιος ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ κάρφωσε τὴν ἀγκαλιά του ἀνοιχτὴ ἐπάνω στὸ Σταυρό. Ὁπότε, τὸ ὄργανο τῆς καταδίκης, ἔγινε καὶ παραμένει πράγμα τιμιώτατο καὶ ποθητό. Εἶναι πιὰ αἰτία δόξας καὶ τιμῆς.
Μὲ τὸ Σταυρὸ γίναμε ἀπὸ δοῦλοι ἐλεύθεροι, συρθήκαμε ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας στὸν οὐρανό, πατήσαμε τὶς κορυφὲς τῆς ἁγιότητος, κατατροπώσαμε τὸν σατανᾶ, γίναμε ὅμοιοι τῶν ἀγγέλων. Ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι πιὰ χήρα! Χάρη στὸ Σταυρὸ πέσαμε πάλι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Νυμφίου μας. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ σωτήριο κλειδὶ ποὺ μᾶς ἄνοιξε τὸν Παράδεισο. Καὶ ὁ πρῶτος ποὺ πέρασε τὸ κατώφλι του ἦταν ὁ ληστής. Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος· «ἀπὸ σήμερα, μὲ ἐμένα θὰ εἶσαι στὸν Παράδεισο».
Πῶς μπορεῖ ἕνας Θεὸς νὰ εἶναι καρφωμένος; Πῶς μπορεῖ ἕνας σταυρωμένος νὰ ὑπόσχεται τὸν Παράδεισο;
Πῶς ὁ θάνατος πῆρε ἕνα σῶμα ὅπως τὸ ἔβλεπε (τυλιγμένο σὲ σάβανο καὶ μύρα) καὶ τὴν ἔπαθε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε (τὸ Θεὸ ποὺ κρύβονταν μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ σῶμα); Πῶς;
Μὲ τὴν πίστη! Ὁ ληστὴς ὅπως κι ἐμεῖς δὲν ἄκουσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ λέει σὰν τὸν Πέτρο: θὰ σὲ κάνω ψαρὰ ἀνθρώπων!
Οὔτε τοῦ εἶπε ποτὲ ὁ Χριστός: θὰ καθίσης σὲ θρόνο νὰ κρίνης τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ!
Οὔτε εἶδε ὁ ληστὴς κανένα θαῦμα, οὔτε εἶδε κανένα νεκρὸ νὰ ἀνανσταίνεται, οὔτε εἶδε ποτὲ τὴν θάλασσα νὰ γαληνεύει. Οὔτε εἶδε ὁ ληστὴς τὰ παιδιὰ τῶν ἑβραίων νὰ φωνάζουν μὲ βάγια στὰ χέρια «ὡσαννά, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν εἶδε ὁ ληστής, μίλαγε γιὰ βασιλεία. Μά, τί ὡραία μάτια εἶχε ὁ ληστὴς ποὺ ἔβλεπε τὸ Σταυρὸ σὰν θρόνο βασιλικό! Μᾶς λέει ὁ ληστής: Γι’ αὐτὸ ὀνομάζω τὸν Ἰησοῦ βασιλέα, ἐπειδὴ τὸν βλέπω νὰ σταυρώνεται. Ἐπειδὴ γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ βασιλιᾶ εἶναι νὰ θυσιάζεται γιὰ τὸ λαό του. Τὸ εἶπε καὶ ὁ ἴδιος· «Ὁ ποιμένας ὁ καλὸς τὴν ψυχὴ του θυσιάζει γιὰ τὰ πρόβατά του». Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν βλέπω νὰ πεθαίνει, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν ὀνομάζω βασιλέα. Καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τοῦ λέω· «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Ἰω. Χρυσόστομος) .
Βλέπουμε λοιπόν, πῶς ὁ Σταυρὸς εἶναι σύμβολο τῆς βασιλείας; Ἐνῶ ἄλλο πράγμα φαίνεται, ἄλλο πράγμα εἶναι! Γι’ αὐτὸ ὁ Σταυρός, ποὺ σήμερα μᾶς ἐμφανίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τὸ καμάρι τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ πόνου, εἶναι τὸ εὐλογημένο ξύλο, εἶναι ἡ πόρτα τοῦ παραδείσου, εἶναι τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν, εἶναι τὸ φρούριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο, εἶναι ὁ ἀντίπαλος τῶν δαιμόνων, εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ἀσθενῶν, εἶναι ἡ δόξα τῶν μαρτύρων, εἶναι τὸ στολίδι τῶν ὁσίων, εἶναι τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας, εἶναι ἡ ἐξουσία τῶν βασιλέων, εἶναι ἡ δύναμη τῶν δικαίων, εἶναι ἡ εὐπρέπεια τῶν ἱερέων, εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῶν τυφλῶν, εἶναι ὁ γιατρὸς τῶν ἀσθενῶν, εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν πεθαμένων, εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δόξα τῶν ἀγγέλων, εἶναι ἡ σκάλα τῆς σωτηρίας, εἶναι τὸ ζωηφόρο φυτό, εἶναι τὸ ξύλο τὸ ἄχραντο, εἶναι τὸ ὅπλο τῆς εἰρήνης.