ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΤΗΝ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑΕΔΩ
Μέ ὁδηγό τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ὑποδουλωνόμαστε στά πάθη
Πρός Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου
(Ϛ΄,12-20)
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει·
Ἀδελφοί μου·
Εἶμαι ἐλεύθερος νά κάνω ὅ,τι θέλω, νά ὅμως πού πάντοτε ὅλα δέν εἶναι γιά τό συμφέρον μου.
Ὅλα εἶναι στό χέρι μου, ἀλλά ἐγώ δέν θά γίνω δοῦλος σέ κανένα πάθος.
Τά φαγητά εἶναι γιά τήν κοιλιά καί ἡ κοιλιά γιά τά φαγητά. Ὁ Θεός ὅμως στήν αἰώνια ζωή καί τά δυό θά τά καταργήσει.
Τό σῶμα μας δέν πλάσθηκε γιά τήν πορνεία, ἀλλά γιά τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος κατοικώντας μέσα του τό ἁγίασε.
Ὁ Θεός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν Χριστό, θά ἀναστήσει καί ὅλους ἐμᾶς μέ τήν δύναμή του.
Δέν γνωρίζετε λοιπόν, ὅτι τά σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ;
Ἔχω δικαίωμα νά ξεκόψω τά ἁγιασμένα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ;
Μπορῶ νά τά ἀτιμάσω, κάνοντάς τα μέλη διεφθαρμένης γυναίκας; Ἄς μήν μοῦ συμβεῖ ποτέ τέτοια συμφορά.
Οὔτε πάλι γνωρίζετε, ὅτι ὅποιος ἔχει παράνομη σχέση μέ τέτοια γυναίκα, γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της;
Τό ἀναφέρει καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι θά γίνουν οἱ δυό τους ἕνα σῶμα.
Ὅποιος ὅμως προσκολλᾶται στόν Κύριο, αὐτός ἑνώνεται μαζί του καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁδηγός του.
Ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας. Κάθε ἁμαρτία πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος, δέν προσβάλλει πάντα τό σῶμα του.
Ὅποιος ὅμως πορνεύει, ἁμαρτάνει μολύνοντας τό ἴδιο τό σῶμα του.
Νά θυμᾶστε πάντοτε, ὅτι τό σῶμα σας δέν εἶναι τελείως δικό σας, ἀλλά εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας καί σᾶς τό ἔχει χαρίσει ὁ Θεός.
Ἔχετε ἐξαγορασθεῖ μέ πολύ ἀκριβό τίμημα, μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Νά δοξάστε λοιπόν τόν Θεό μέ τό σῶμα σας καί μέ τό πνεῦμα σας,
πού εἶναι πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΔΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ
ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ
Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
Ἡ παραβολή τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα
Ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. οθ΄
(ΙΕ΄,11-32)
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς·
Εἶπε ὁ Κύριος τήν ἀκόλουθη παραβολή·
«Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Μιά ἡμέρα ὁ μικρότερος εἶπε στόν πατέρα του· “Πατέρα, δῶσε μου ὅσα μοῦ ἀνήκουν ἀπό τήν περιουσία σου”.
Καί ὁ πατέρας ἔδωσε καί στούς δύο τό μερίδιό τους.
Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες, ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα καί ξενιτεύτηκε σέ μακρινή χώρα.
Ἐκεῖ κατασπατάλησε τήν περιουσία του, ζώντας καθημερινά μέσα στήν ἁμαρτία.
Ὅταν τά ἔφαγε ὅλα, ἔπεσε μεγάλη πείνα στόν τόπο του καί αὐτός ἄρχισε νά ὑποφέρει.
Ἀναγκάσθηκε τότε νά ξεπέσει σέ ἕναν ἄνθρωπο τῆς περιοχῆς ἐκείνης, πού τόν ἔστειλε νά βόσκει χοίρους στά χωράφια του.
Ἐκεῖ λαχταροῦσε νά ξεγελάσει τήν πείνα του μέ τά ξυλοκέρατα, πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, γιατί κανένας δέν τοῦ ἔδινε κάτι γιά φαγητό».
«Κάποια ἡμέρα ὅμως, πού διαπίστωσε τήν κατάντια του, ἀναλογίσθηκε·
“Πόσοι ἄνθρωποι, πού ἐργάζονται μέ μισθό κοντά στόν πατέρα μου, χορταίνουν ψωμί καί τούς περισσεύει! Ἀντίθετα, ἐγώ τό παιδί του, πεθαίνω ἀπό τήν πείνα!
Θά σηκωθῶ, θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ· Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ’ ἐσένα.
Δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά ὀνομάζομαι παιδί σου· γι' αὐτό τώρα κράτησέ με σάν ἕναν δοῦλο σου”».
«Ἀφοῦ πῆρε λοιπόν τήν ἀπόφαση, ξεκίνησε γιά τόν πατέρα του.
Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόταν μακριά ἀπό τό σπίτι του, τόν εἶδε ὁ πατέρας του καί τόν σπλαχνίσθηκε.
Ἔτρεξε κοντά του, ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του, τόν ἔσφιξε ἐπάνω του καί τόν φίλησε μέ ἀγάπη.
Εἶπε τότε ὁ γιός του· “Πατέρα μου ἁμάρτησα πρῶτα στόν Θεό καί ὕστερα σ’ ἐσένα. Τώρα πιά δέν εἶμαι ἄξιος, νά λογαριάζομαι παιδί σου”.
Ὁ πατέρας του ὅμως πρόσταξε τούς δούλους του· “Βγάλτε γρήγορα τήν πιό λαμπρή φορεσιά καί ντύστε τον σάν βασιλιά.
Περάστε δαχτυλίδι στό χέρι του, φορέστε σανδάλια στά πόδια του, φέρτε ἀμέσως τό καλοθρεμμένο μοσχάρι καί σφάξτε το.
Ἄς φᾶμε πιά μέ χαρά, ἀφοῦ αὐτός ὁ γιός μου ἦταν ξεγραμμένος ἀπό τήν ζωή καί τόν βλέπω ζωντανό, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”.
Καί τότε ἄρχισαν ὅλοι τους, νά εὐφραίνονται».
«Ὅταν συνέβαιναν αὐτά, ὁ μεγαλύτερος γιός του ἦταν στά χωράφια. Πλησιάζοντας πρός τό σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καί χορούς.
Φώναξε τότε κοντά του ἕναν δοῦλο καί προσπαθοῦσε νά πληροφορηθεῖ, τί σημαίνουν αὐτά τά γλέντια.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· “Ὁ ἀδελφός σου γύρισε στό σπίτι καί ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό καλοθρεμμένο μοσχάρι, γιατί τόν εἶδε ζωντανό μπροστά του”.
Ἀκούγοντας αὐτά ὁ μεγάλος ἀδελφός, ὀργίσθηκε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα στό σπίτι. Ὁ πατέρας του βγῆκε ἔξω καί τόν παρακαλοῦσε.
Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε· “Ἐγώ δουλεύω τόσα χρόνια κοντά σου καί ποτέ δέν παράκουσα οὔτε μία ἐντολή σου.
Ἐσύ ὅμως ποτέ σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες ἕνα κατσικάκι, γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου.
Τώρα σάν ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού σπατάλησε τήν περιουσία σου μέ τίς ἁμαρτωλές γυναῖκες, ἔσφαξες γιά χάρη του καί τό καλοθρεμμένο μοσχάρι”.
Τότε ὁ πατέρας του, ἀποκρίθηκε στοργικά· “Παιδί μου, ἐσύ πάντοτε ἤσουνα μαζί μου καί ὅλα τά δικά μου εἶναι καί δικά σου.
Ἐσύ λοιπόν σήμερα ἔπρεπε νά εὐφρανθεῖς καί νά χαρεῖς, γιατί αὐτός ὁ ἀδελφός σου θεωροῦνταν νεκρός καί ἀναστήθηκε,
ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”».